- τουρσίωψ
- ο, Νζωολ. γένος δελφινιών που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία ρινοδέλφινα.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tursiops < λατ. tursio «είδος δελφινιού» (πρβλ. θυρσίων) + -ops (< -ωψ < θ. οπ- τού όπωπα*)].
Dictionary of Greek. 2013.